- σατραπικός
- -ή, -ό / σατραπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, -η, -ο, Ν [σατράπης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.)νεοελλ.(για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικόςαρχ.1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που αρμόζει σε σατράπη («οἱ σατραπικώτεροι τῶν φιλοσόφων», Φιλόδ.)2. (για πράγμ.) πλούσιος, πολυτελής, μεγαλοπρεπής («σατραπικὸν συμπόσιον», Πλούτ.).επίρρ...σατραπικώς και σατραπικά και σατράπικα Νκατά τρόπο σατραπικό («συμπεριφέρεται σατραπικά»).
Dictionary of Greek. 2013.